Ορολογία ΛΟΑΤΚΙ+

ΛΟΑΤΚΙ (LGBTQI):

Ακρωνύμιο που χρησιμοποιείται για την κοινότητα των Λεσβιών (Lesbian), των Ομοφυλόφιλων (Gay), των Αμφιφυλόφιλων (Bisexual), των Tρανς (Trans), των Koυίρ (Queer) και των Ίντερσεξ (Ιntersex).

Βιολογικό Φύλο (Sex):

Σχετίζεται με την γενετήσια ταυτότητα του ατόμου (αν είναι αρσενικό, θηλυκό ή Ιntersex). Οι παράγοντες που καθορίζουν αν ένα άτομο είναι αρσενικό, θηλυκό ή intersex είναι γενετικοί, βιολογικοί και ορμονικοί (αναπαραγωγικά όργανα, ορμόνες και χρωμοσώματα). Το βιολογικό φύλο είναι φάσμα και όχι μια ενιαία κατηγορία

Χαρακτηριστικά φύλου (Sex characteristics):

Αφορούν τα βιολογικά χαρακτηριστικά των φύλων. Χωρίζονται σε πρωτογενή (χρωμοσώματα, ορμονική δομή, εσωτερικά και εξωτερικά αναπαραγωγικά όργανα) και δευτερογενή (π.χ. τριχοφυΐα, φωνή, σκελετική δομή).

Ίντερσεξ/Διαφυλικός (Intersex):

Ο όρος ίντερσεξ αντιπροσωπεύει το φάσμα της ποικιλομορφίας των χαρακτηριστικών φύλου που φυσιολογικά εμφανίζεται μέσα στο ανθρώπινο είδος. Είναι όρος «ομπρέλα» που περιλαμβάνει όλες τις ίντερσεξ καταστάσεις. Αυτές, μπορεί να περιλαμβάνουν διαφοροποιήσεις των εξωτερικών γεννητικών οργάνων, των εσωτερικών αναπαραγωγικών οργάνων, των χρωμοσωμάτων φύλου ή των ορμονών που σχετίζονται με το φύλο. Επίσης, ο όρος ίντερσεξ δηλώνει την παραδοχή του φυσικού γεγονότος ότι το βιολογικό φύλο είναι ένα φάσμα και οι άνθρωποι με ποικιλομορφία χαρακτηριστικών φύλου, πέραν του αρσενικού και του θηλυκού, όντως υπάρχουν. Μέχρι τώρα είναι γνωστές και περιγράφονται περίπου εξήντα διαφορετικές ίντερσεξ καταστάσεις. Μερικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:

  • Εξωτερικά γεννητικά όργανα που δεν εμπίπτουν στην τυπική ιατρική αντίληψη περί αμιγώς αρσενικού ή αμιγώς θηλυκού και άρα ταξινομούνται βάση αυθαίρετης προσέγγισης.
  • Μη τυπική ανάπτυξη των εσωτερικών αναπαραγωγικών οργάνων
  • Πιθανή αναντιστοιχία μεταξύ των εξωτερικών γεννητικών οργάνων και των εσωτερικών αναπαραγωγικών οργάνων
  • Διαφοροποιήσεις στο χρωμόσωμα του φύλου
  • Μη τυπική ανάπτυξη των όρχεων ή των ωοθηκών
  • Μη τυπική (υπερβολική ή μειωμένη) παραγωγή ορμονών που σχετίζονται με το φύλο
  • Μη τυπική ανταπόκριση του σώματος στις ορμόνες που σχετίζονται με το φύλο

Τα ίντερσεξ άτομα έχουν οποιονδήποτε σεξουαλικό προσανατολισμό, ταυτότητα φύλου και έκφραση φύλου. Ο όρος μεσοφυλικός ή μεσοφιλιλή χρησιμοποιείται πολλές φορές λανθασμένα ως συνώνυμο της λέξης ίντερσεξ, παρότι αποτελεί υποκατηγορία του ίντερσεξ φάσματος. Τα ίντερσεξ άτομα παλαιότερα αποκαλούνταν «ερμαφρόδιτα», αλλά ο όρος θεωρείται κακοποιητικός και δεν περιγράφει επιστημονικά την πραγματικότητα για τους ίντερσεξ ανθρώπους. Πολύ συχνά, ίντερσεξ βρέφη και παιδιά, χειρουργούνται ή υφίστανται ορμονικές παρεμβάσεις για να αποκτήσουν πιο «αποδεκτά» έμφυλα χαρακτηριστικά από την κοινωνία. Ωστόσο, τέτοιες πρακτικές παραβιάζουν το δικαίωμα στη φυσική ακεραιότητα και αυτονομία και σε πολλές περιπτώσεις υπονομεύουν την σεξουαλική απόλαυση. Οι επεμβάσεις αυτές θεωρούνται από τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων ως είδος βασανιστηρίου, ενώ οι ιατρικές έρευνες κατατείνουν στο γεγονός ότι είναι επιβλαβείς και σίγουρα μη-αναγκαίες. Όλο και περισσότερο αυτά τα θέματα αναγνωρίζονται ως παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, με δηλώσεις από διεθνή και εθνικά ιδρύματα ανθρώπινων δικαιωμάτων, βιοηθικής και δεοντολογίας.

Links για intersex:

http://rainbowschool.gr/wp-content/uploads/2018/10/Intersex-rights-Pace-eu-2191-2017.pdf
http://rainbowschool.gr/wp-content/uploads/2018/02/intersex_toolkit_gr.pdf
http://rainbowschool.gr/wpcontent/uploads/2018/10/Parents_Toolkit_Intersex_GRK_ES_WEB.pdf

Κοινωνικό Φύλο (Gender):

Στο Κοινωνικό Φύλο περιλαμβάνονται όλες οι κοινωνικές συμπεριφορές, οι δραστηριότητες, οι ρόλοι, τα συναισθήματα και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά (στάση σώματος, τρόπος κίνησης και ομιλίας, τρόπος σκέψης, χρήση γλώσσας, επάγγελμα, ντύσιμο, κομμώσεις κ.α.) που θεωρούνται κατάλληλα για το κάθε φύλο (έχοντας ως βάση το μοντέλο της δυαδικότητας του φύλου). Το τι θεωρείται ανδρική ή γυναικεία συμπεριφορά δεν είναι δεδομένο και αμετάβλητο αλλά διαμορφώνεται και επιβάλλεται στο άτομο από την εκάστοτε κοινωνία, είναι δηλαδή κοινωνικά και πολιτισμικά κατασκευασμένο και δεν πηγάζει «φυσικά» από το βιολογικό φύλο. Η διαδικασία επιβολής μας οδηγεί να υιοθετούμε τις συμπεριφορές που η κοινωνία θεωρεί αποδεκτές για το φύλο μας και να αποκλείουμε αυτές που τις αποδίδει στο άλλο φύλο. Μας οδηγεί σε συγκεκριμένους τρόπους που αντιλαμβανόμαστε το σώμα μας, που διαμορφώνουμε τις συνθήκες ζωής μας, τον τρόπο που εργαζόμαστε, που ερωτευόμαστε, κάνουμε σχέσεις και επικοινωνούμε. Στις δυτικές κοινωνίες, η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα προκρίνονται με όρους διχοτόμησης, με τους άνδρες και τις γυναίκες να είναι διακριτά διαφορετικοί και αντίθετοι μεταξύ τους, ενώ σε άλλους πολιτισμούς επικρατούν λιγότερο διακριτές απόψεις (π.χ. οι Berdaches, στον πολιτισμό των Ινδιάνων Navajo). Μέχρι σήμερα, με εξαίρεση λίγες περιπτώσεις, η διαφορά των φύλων έχει λάβει παντού και πάντα το νόημα μιας ιεραρχίας με το αρσενικό να θεωρείται ανώτερο από το θηλυκό, κάτι το οποίο έχει επιφέρει διαφόρων ειδών ασυμμετρίες.

Ταυτότητα Φύλου / Έμφυλη Ταυτότητα (Gender Identity):

Η ταυτότητα φύλου αναφέρεται στον ατομικό και εσωτερικό τρόπο που βιώνεται το κοινωνικό φύλο (gender) από κάθε άτομο και που μπορεί να συμπίπτει ή όχι με το αποδοθέν κατά τη γέννησή του φύλο. Η ταυτότητα φύλου αναφέρεται στα συναισθήματα που έχουμε για τον έμφυλο εαυτό μας, στην εσωτερική αίσθηση του ατόμου ότι είναι αρσενικό, θηλυκό, ή κάτι άλλο.
Η ταυτότητα του φύλου διαφέρει από τα έμφυλα στερεότυπα -αν αυτοπροσδιορίζομαι ως γυναίκα, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να επιβεβαιώσω τα επικρατούντα στερεότυπα στην κοινωνία που σχετίζονται με μια γυναίκα: Μπορώ να είμαι ευαίσθητη αλλά και δυναμική και να έχω τεχνικές δεξιότητες.
Επίσης, η ταυτότητα του φύλου είναι κάτι διαφορετικό από τον ερωτικό-σεξουαλικό προσανατολισμό. Για παράδειγμα, μια αρρενωπή γυναίκα δεν είναι απαραίτητα λεσβία.

Έκφραση Φύλου (Gender Expression):

Η έκφραση φύλου αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους ένα άτομο εκδηλώνει αρρενωπότητα, θηλυκότητα ή άλλες έμφυλες συμπεριφορές και χαρακτηριστικά στο κοινωνικό σύστημα, και συγκεκριμένα το πώς εκφράζει σε τρίτα πρόσωπα το τρόπο με τον οποίο βιώνει την ταυτότητα φύλου του. Περιλαμβάνει εκφράσεις, όπως τα ρούχα, το χτένισμα, το μακιγιάζ, ο τρόπος ομιλίας και κίνησης και η επιλογή ονόματος και αντωνυμίας. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αν κάποιο άτομο ζητά να του απευθυνθούμε με συγκεκριμένο όνομα ή αντωνυμία, είναι απαραίτητο να το σεβαστούμε. Η κοινωνική επιταγή θέλει την έκφραση φύλου να “συνάδει” με την ταυτότητα φύλου, δηλαδή έναν άντρα να έχει αρρενωπή έκφραση φύλου και μια γυναίκα να έχει θηλυκή έκφραση φύλου. Χρειάζεται επίσης να έχουμε υπόψιν μας ότι η έκφραση φύλου δεν ταυτίζεται πάντα με την ταυτότητα φύλου. Για παράδειγμα, κάποιο άτομο που έχει εκχωρηθεί αρσενικό στη γέννηση μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως θηλυκό, αλλά να μην νοιώθει ότι υπάρχει ασφαλής χώρος για να εκφράσει την γυναικεία ταυτότητα φύλου του. Έτσι, μπορεί να ζει στον κοινωνικό ρόλο ως αρσενικό και να παρουσιάζεται ως άνδρας, παρά την αίσθηση ψυχολογικής δυσφορίας που αισθάνεται.

Τρανς/διεμφυλικό άτομο(Trans):

Όρος ομπρέλα που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το πλήρες φάσμα των ατόμων των οποίων το φύλο που βιώνουν (ταυτότητα φύλου) ή η έκφραση φύλου, δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, κάποια άτομα αυτής της κατηγορίας μπορεί να αισθάνονται σαν να είναι σε λάθος φύλο χωρίς αυτό απαραίτητα να σημαίνει ότι υπάρχει και η επιθυμία για χειρουργικό ή ορμονικό επαναπροσδιορισμό.
Ο όρος περιλαμβάνει, δηλαδή, όλες τις εκφράσεις και ταυτότητες φύλου που διαφέρουν από το καταγεγραμμένο ανατομικό φύλο. Συμπεριλαμβάνει άτομα που βρίσκονται στο στάδιο της μετάβασης (transition), άτομα που έχουν ολοκληρώσει την μετάβασή τους και άτομα που είτε έχουν, είτε δεν έχουν κάνει επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου. Συχνά, ο όρος τρανς χρησιμοποιείται για να περιγράψει μόνο τους τρανς άντρες και τις τρανς γυναίκες, διαγράφοντας την τρανς ταυτότητα των non-binary ατόμων. Είναι σημαντικό να μη συμβαίνει αυτό και να γίνεται σεβαστό το βίωμα και ο αυτοπροσδιορισμός των ανθρώπων αυτών. Τρανσέξουαλ (Τransexual): Όρος που αναφέρεται στα διεμφυλικά άτομα, δηλαδή τα τρανς άτομα που προβαίνουν σε διαδικασίες επαναπροσδιορισμού φύλου. Ωστόσο είναι όρος που δεν χρησιμοποιείται πλέον λόγω αρνητικού στιγματισμού, και θα πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος τρανς. Υπάρχουν τρανς άτομα, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, που χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο. Σημαντικό είναι να γίνεται σεβαστή η επιθυμία ενός ατόμου να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει.

Cisgender:

Ένα άτομο του οποίου η ταυτότητα και η έκφραση του φύλου ταυτίζονται με το βιολογικό φύλο του. Για παράδειγμα, ένα άτομο με θηλυκό βιολογικό φύλο που αυτοπροσδιορίζεται ως γυναίκα.

Τρανς γυναίκες:

Τα άτομα των οποίων το φύλο που τους έχει αποδοθεί κατά τη γέννηση είναι αρσενικό, αλλά προσδιορίζονται και ζουν ως γυναίκες και τροποποιούν ή επιθυμούν να τροποποιήσουν το σώμα τους με ιατρική παρέμβαση ώστε να ταιριάζει με την ταυτότητα φύλου τους, είναι γνωστά ως τρανς γυναίκες (επίσης ως Male To Female – MTF, αν και ο όρος θεωρείται κακοποιητικός από πολλά τρανς άτομα).

Τρανς άνδρες:

Τα άτομα των οποίων το φύλο που τους έχει αποδοθεί κατά τη γέννηση είναι θηλυκό, αλλά προσδιορίζονται και ζουν ως άνδρες και τροποποιούν ή επιθυμούν να τροποποιήσουν το σώμα τους με ιατρική παρέμβαση ώστε να ταιριάζει με την ταυτότητα φύλου τους, είναι γνωστά ως τρανς άνδρες (επίσης ως Female To Male – FTM, αν και ο όρος θεωρείται κακοποιητικός από πολλά τρανς άτομα) Μερικά άτομα που πραγματοποίησαν μετάβαση από το ένα φύλο στο άλλο, προτιμούν να αναφέρονται ως άνδρας ή γυναίκα, παρά ως τρανς άντρες / τρανς γυναίκες.

Μη δυαδικά άτομα (non binary):

Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν διαφορετικές αρρενωπότητες, θηλυκότητες και άλλες κοινωνικές εκφράσεις φύλων και άτομα που δεν αισθάνονται ότι ανήκουν απόλυτα σε μία από τις δύο κατηγορίες του δίπολου άνδρας-γυναίκα. Αυτό δεν σχετίζεται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα κοινωνικά φύλα είναι όσα και οι άνθρωποι. Πολλά άτομα χρησιμοποιούν όρους για να περιγράψουν τους εαυτούς τους όπως, genderqueer, genderfluid, androgynous, multigendered, gender nonconforming, third gender, two-spirit people κ.α.

Τζέντερκουιρ (Genderqueer):

Ταυτότητες φύλου οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τυπικά «ανδρικές» ή τυπικά «γυναικείες» και δεν εμπίπτουν στη δυαδικότητα του φύλου και την ετεροκανονικότητα.
Ως genderfluid/genderqueer αυτοπροσδιορίζονται οι άνθρωποι που δεν επιθυμούν να κατηγοριοποιούνται σε κανένα σύστημα διπολικής αντίληψης των φύλων, άνθρωποι που η συνείδηση του εαυτού τους για το φύλο ενδεχομένως είτε είναι ουδέτερη, είτε σχετίζεται με την αντίληψη της ρευστότητας των φύλων, της εναλλαγής δηλαδή της έκφρασης φύλου μεταξύ των εκφράσεων που περιλαμβάνονται σε όλο το φάσμα του κοινωνικού φύλου. Συχνά χρησιμοποιείται στα ελληνικά ο όρος «φυλο-παράξενος», που μπορεί να είναι ακριβής ως μετάφραση, όμως δεν αποδίδει την πραγματική σημασία του όρου. Πολλά άτομα χρησιμοποιούν όρους για να περιγράψουν τους εαυτούς τους όπως, genderfluid, multigendered, gender nonconforming, two-spirit people κ.α και άλλα αρνούνται να περιγράψουν το φύλο τους με οποιαδήποτε ταμπέλα, με το σκεπτικό πως καμιά λέξη δεν μπορεί να περιγράψει τη πολυπλοκότητα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται το φύλο.

Παρενδυτικός/Τραβεστί /( Crossdresser /Transvestite):

Το άτομο που φοράει ρούχα που συνήθως σχετίζονται με το «αντίθετο» (με βάση το μοντέλο δυαδικότητας του φύλου) κοινωνικό φύλο του ατόμου, στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Τα άτομα αυτά δεν είναι απαραίτητα τρανς. Είναι άτομα που φοράνε τακτικά ή περιστασιακά τα ρούχα που έχουν κοινωνικά εκχωρηθεί σε ένα φύλο που δεν είναι το δικό τους, αλλά νοιώθουν συνήθως άνετα με την ανατομία τους και δεν επιθυμούν να την αλλάξουν (δηλαδή δεν είναι τρανσέξουαλ). Η λέξη τραβεστί είναι καλύτερα να αποφεύγεται γιατί έχει χρησιμοποιηθεί υποτιμητικά και λανθασμένα για να χαρακτηρίσει τρανς άτομα. Το ίδιο και ο όρος παρενδυτικός λόγω κοινωνικού και ιατρικού στίγματος, καθώς περιέχεται ως διαγνωστική κατηγορία (παρενδυσία- transvestism) στα εγχειρίδια ψυχικών διαταραχών. Ο όρος cross-dresser είναι προτιμότερος για τους άνδρες που απολαμβάνουν ή προτιμούν τα γυναικεία ρούχα. Σε αντίθεση με τη γενική πεποίθηση, η συντριπτική πλειονότητα των αρσενικών cross dressers αυτοπροσδιορίζονται ως στρέιτ και συχνά είναι παντρεμένοι. Πολύ λίγες γυναίκες αυτοπροσδιορίζονται ως cross-dresser. Ο όρος cross dresser δεν εμπίπτει στην ομπρέλα της ταυτότητας φύλου.

Κουίρ (Queer):

Ο όρος αυτός αναφέρεται σε ανθρώπους που η συνείδηση του εαυτού τους βρίσκεται μακριά από τις νόρμες της ετεροκανονικότητας και της διπολικής αντίληψης για το φύλο. Αναφέρεται επίσης σε μια ριζοσπαστική, εναλλακτική θεώρηση του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας ή έκφρασης φύλου ως σημαντικών πεδίων αυτοπροσδιορισμού, ψυχικών και αισθητικών. Με αυτή την έννοια, το ποιος είναι queer ορίζεται σε σχέση μάλλον με έναν τρόπο αντίληψης παρά με συγκεκριμένες πρακτικές. Χρησιμοποιείται συχνά από άτομα που δεν αποδέχονται τις παραδοσιακές έννοιες φύλων και σεξουαλικότητας και δεν ταυτίζονται/καλύπτονται με κάποιο από τους υπόλοιπους όρους του ακρωνυμίου ΛΟΑΤΙ+ αλλά και ως όρος-ομπρέλα για όλα τα LGBTQI+ άτομα. Ο όρος αυτός εκφράζει και τα μη δυαδικά (non binary) άτομα. Η queer θεωρία είναι μία σχολή ακαδημαϊκής θεωρίας που αμφισβητεί τα ετεροκανονικά κοινωνικά πρότυπα που σχετίζονται με το φύλο και τη σεξουαλικότητα και ισχυρίζεται ότι οι έμφυλοι ρόλοι είναι αποτέλεσμα κοινωνικά κατασκευασμένων ιδεών. Επίσης,

  • Εμφανίζεται στο πεδίο σπουδών του Φύλου (1980-90) από Αμερικάνους ακαδημαϊκούς ως κριτικό ρεύμα
  • Επιχειρεί ριζική αναδιαπραγμάτευση φύλου & σεξουαλικότητας
  • Αμφισβητεί τη θεσμική διάρθρωση δυτικών κοινωνιών
  • Επιδιώκει παρέμβαση στο περιεχόμενο του λόγου και στις κανονιστικές επιταγές που εξυπηρετεί
  • Εντός της στεγάζονται πολιτισμικά περιθωριακές αυτοκατανοήσεις της σεξουαλικότητας
  • Εστιάζει στη δυσαρμονική σχέση βιολογικού, κοινωνικού φύλου και σεξουαλικότητας
  • Δραματοποιεί
  • Αμφισβητεί τη «φυσική» σεξουαλικότητα
  • Διερωτάται για τις κατηγορίες «άντρας» – «γυναίκα»
  • Στοχεύει στην αποδόμηση του διπόλου ετεροφυλοφιλίας-ομοφυλοφιλίας
  • Υποστηρίζει τόσες σεξουαλικότητες όσες και τα άτομα
  • Στηρίζεται τόσο στον μεταδομιστικό φεμινισμό της Butler όσο και σε πολιτισμικές σπουδές μειονοτικών σεξουαλικών ταυτοτήτων του 1980
  • Η «πολιτική της ταυτότητας» (Identity Politics) → απόκτηση χαρακτηριστικών κινήματος

Ερωτικός-Σεξουαλικός Προσανατολισμός (Romantic-Sexual Orientation):

Το μέρος της ταυτότητας ενός ατόμου που περιγράφει τον τύπο σεξουαλικής ή / και ρομαντικής έλξης που κάποιος αισθάνεται όταν αγαπά και / ή κάνει σεξ και / ή δημιουργεί σχέσεις με άλλους ανθρώπους, με βάση την ταυτότητα φύλου τους. Είναι αυτοπροσδιορισμός, έτσι ώστε κάποιο άτομο είναι για παράδειγμα ομοφυλόφιλο ή αμφιφυλόφιλο ή ετεροφυλόφιλο μόνο αν αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοιο. Μερικές φορές είναι χρήσιμο να εξηγηθεί ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός αφορά συναισθήματα για ένα άλλο άτομο, άλλοτε σεξουαλικά, άλλοτε φορές ρομαντικά, ή και τα δύο. Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται σεξουαλική εμπειρία για να γνωρίζουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους. Τα άτομα που έλκονται και έχουν συναισθήματα για άτομα διαφορετικού φύλου συνήθως αυτοπροσδιορίζονται ως ετεροφυλόφιλα, ενώ οι άτομα που προσελκύονται από άτομα του ίδιου φύλου λέγονται γκέι ή λεσβίες ή ομοφυλόφιλα. Τα άτομα που έλκονται και από τα δύο φύλα συνήθως αυτοπροσδιορίζονται ως αμφιφυλόφιλα, οι άνθρωποι που προσελκύονται από άτομα οποιασδήποτε ταυτότητας φύλου ονομάζονται «πανσεξουαλ».

  • Ομοφυλόφιλος (Gay): Ένα άτομο το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως άνδρας (βλέπε ταυτότητα φύλου) και έλκεται συναισθηματικά ή/και σεξουαλικά από άνδρες. Ωστόσο, όρος «γκέι» (“gay”), μερικές φορές, χρησιμοποιείται ως όρος “ομπρέλα” που καλύπτει όλους τους γκέι άνδρες και τις ομοφυλόφιλες γυναίκες.
  • Λεσβία (Lesbian), Ομοφυλόφιλη: Ένα άτομο το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως γυναίκα (βλέπε ταυτότητα φύλου) και έλκεται συναισθηματικά ή/και σεξουαλικά από γυναίκες. Μερικές γυναίκες προτιμούν να αυτοπροσδιορίζονται ως γκέι ή γκέι γυναίκες
  • Αμφιφυλόφιλο άτομο (Bi / Bisexual): Ένα άτομο που έλκεται συναισθηματικά ή/και σεξουαλικά προς δύο φύλα ή περισσότερα. Πολύ συχνά, χρησιμοποιείται ως όρος ομπρέλα για να περιγράψει διάφορες μορφές πολυσεξουαλικότητας.
  • Ετεροφυλόφιλο άτομο (Heterosexual/ Straight): Ένα άτομο το οποίο αισθάνεται ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα του άλλου φύλου. Ο όρος αυτός βασίζεται στην αποδοχή της δυαδικότητας του φύλου, εξ ου και η χρήση του συνθετικού «έτερο-». Ωστόσο, επείδή δεν υπάρχουν μόνο δύο φύλα (βλέπε intersex και transsexual), αυτός ο όρος είναι ανακριβής.

Ασέξουαλ (Αsexual, αλλιώς και ace):

Ένα άτομo που δεν βιώνει σεξουαλική έλξη (ή βιώνει λίγη). Πολλά ασέξουαλ άτομα αυτοπροσδιορίζονται ως λεσβίες, gay, straight, bi ή πανσέξουαλ (που προσελκύονται από ανθρώπους οποιουδήποτε φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού). Η ασεξουαλικότητα δεν είναι το ίδιο με το να έχεις χαμηλή λίμπιντο, η οποία μπορεί να προκληθεί από σωματικά ή ψυχικά αίτια, ούτε είναι η ίδια με τη συνειδητή καταστολή των σεξουαλικών επιθυμιών. Τα ασεξουαλικά άτομα δεν είναι απαραίτητα και αρομαντικά. Η ρευστότητα της σεξουαλικότητας φαίνεται και στην ασεξουαλικότητα (το λεγόμενο a-spec). Όροι που περιγράφουν τις ποικιλομορφίες στην ασεξουαλικότητα:

  • Demisexuals ( = άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως Demisexual, νιώθουν ερωτική έλξη για κάποιο άλλο άτομο, αφού πρώτα έχουν σχηματίσει ένα δυνατό συναισθηματικό δεσμό μαζί του)
  • Greysexuals ( = άλλος ένας τύπος ασεξουαλικής ταυτότητας, που εμπίπτει ανάμεσα στην ασεξουαλικότητα και την αλλοσεξουαλικότητα. Τα greysexual άτομα μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικές εμπειρίες. Συνήθως βιώνουν πολύ περιορισμένη έλξη ή επιθυμία για άλλα άτομα, που περιλαμβάνει: Σποραδική σεξουαλική έλξη από άλλα άτομα, Επιθυμία σεξουαλικών σχέσεων, αλλά κάτω από πολύ συγκεκριμένες και περιορισμένες συνθήκες, Μικρή σεξουαλική επιθυμία, αλλά όχι απουσία της.)

Τα ασεξουαλικά άτομα μπορούν να μην έχουν ερωτικές/ρομαντικές σχέσεις ή μπορεί να έχουν με άλλα ασέξουαλ άτομα ή να κάνουν και μεικτές σχέσεις (με αλλοσεξουαλικά άτομα).

Πανσέξουαλ (Ρansexual):

Ένα άτομο το οποίο αισθάνεται συναισθηματική, ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα όλων των πιθανών ταυτοτήτων φύλου και βιολογικών φύλων. Τα άτομα αυτά συχνά δηλώνουν πως το βιολογικό φύλο ή/και η ταυτότητα φύλου ενός ατόμου είναι ασήμαντες παράμετροι στον καθορισμό του αν και κατά πόσο θα βιώσουν έλξη προς το άτομο αυτό. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιήσουν τον όρο gender blind, δηλαδή ότι είναι «τυφλά» ως προς το θέμα του φύλου.

Αλλοσεξουαλικότητα (Allosexual, Allosexuality):

Άτομα που βιώνουν σεξουαλική έλξη από άλλα άτομα (π.χ. gay, bi, straight, pan, κ.τ.λ.).

Ομοφοβία (Homophobia):

Η ψυχολογική και κοινωνική προκατάληψη, οι διακρίσεις, ο παράλογος φόβος και η έκφραση δυσφορίας, αποστροφής, μισαλλοδοξίας ή και μίσους προς τα άτομα με ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό.

Τρανσφοβία (Transphobia):

Είναι ο παράλογος φόβος και η έκφραση δυσφορίας, αποστροφής, μισαλλοδοξίας ή και μίσους για τα τρανς άτομα και όσα άτομα φαίνεται να παραβαίνουν τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την ταυτότητα φύλου, το κοινωνικό φύλο ή/και την έκφραση φύλου. Συχνά οι γκέι, οι λεσβίες και οι αμφισεξουαλικοί/ές εμπίπτουν στην δεύτερη κατηγορία ατόμων με αποτέλεσμα η τρανσφοβία να συνδέεται έντονα με την ομοφοβία.

Αμφιφοβία (Biphobia):

Όρος παράλληλος με αυτόν την Ομοφοβίας και της Τρανσφοβίας που αναφέρεται στην ψυχολογική και κοινωνική προκατάληψη και στις διακρίσεις κατά των αμφισεξουαλικών ατόμων. Πέρα από αρνητικούς χαρακτηρισμούς, δηλώσεις όπως «Τα bi άτομα είναι αναποφάσιστα» ή «δεν υπάρχουν bi άτομα» επίσης είναι αμφιφοβικές.

Σεξισμός (Sexism):

Ο σεξισμός είναι η συστημική διάκριση και καταπίεση που υφίστανται όλα τα άτομα που δεν είναι άνδρες (και κυρίως οι γυναίκες και όσα άτομα διαβάζονται ως γυναίκες) με βάση το φύλο ή το σώμα τους και μόνο. Τον σεξισμό έχει γεννήσει η πατριαρχική δομή της κοινωνίας που βασίζεται στην ανωτερότητα του άνδρα και της αρρενωπότητας. Παράγωγα του σεξισμού αποτελούν η ομοφοβία, η αμφιφοβία και η τρανσφοβία. O σεξισμός αποτελεί ένα σύστημα καταπίεσης που είναι ενσωματωμένο στους κυρίαρχους κοινωνικούς, πολιτισμικούς και οικονομικούς θεσμούς και πολλές φορές δεν γίνεται αντιληπτός στις μικρότερες εκφάνσεις του.

Coming out:

Η αγγλική φράση “coming out” αναφέρεται στην ανακοίνωση/γνωστοποίηση που κάνει αυτοβούλως ένα άτομο σε τρίτα άτομα ή κοινωνικές ομάδες για τον σεξουαλικό – ερωτικό προσανατολισμό του ή την ταυτότητα φύλου του. Αρκετοί άνθρωποι διστάζουν, ορισμένοι επιλέγουν να κρατήσουν τη ταυτότητα τους κρυφή, άλλοι την γνωστοποιούν σε συγκεκριμένες περιστάσεις ενώ κάποιοι τελευταίοι αποφασίζουν να τη γνωστοποιήσουν ευρύτερα δημόσια. Συνήθως δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, εξαιτίας του κινδύνου να αντιμετωπίσουν τυχόν αρνητική διάκριση και προκατάληψη. Η δυνατότητα να μπορούν οι άνθρωποι να μοιραστούν τη ζωή τους με την οικογένεια, φίλους και γνωστούς αυξάνει τις πιθανότητες κοινωνικής υποστήριξης η οποία είναι σημαντική για τη ψυχική υγεία και τη ψυχολογική ευημερία του ατόμου. Η έρευνα έχει δείξει πως τα θετικά αισθήματα για το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου και η ενσωμάτωση αυτών στη ζωή κάποιου, είναι πηγή ευημερίας και καλής ψυχικής υγείας. Από την άλλη, οι λεσβίες οι γκέι άνδρες και οι τρανς ή ίντερσεξ άνθρωποι που αισθάνονται ότι πρέπει να αποκρύψουν το σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους, αναφέρουν πιο συχνά προβλήματα ψυχικής υγείας και ενδέχεται να έχουν και περισσότερα προβλήματα γενικότερα.

Outing:

Η αγγλική έκφραση «outing» αναφέρεται στην κοινοποίηση του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου εντός προσώπου όταν γίνεται από τρίτους χωρίς τη συναίνεση του ιδίου του προσώπου. Συνήθως γίνεται με κακόβουλο τρόπο εν είδει «ξεμπροστιάσματος», έχει χαρακτηριστικά κακοποίησης, ενώ παραβιάζει τα προσωπικά δεδομένα του ανθρώπου. Ιδιαίτερα στο σχολικό περιβάλλον έχει χαρακτηριστικά πολλές φορές εκβίασης και εκφοβισμού είτε του ιδίου του προσώπου, είτε των άλλων παιδιών.


Πηγές: